GINA BACHAUER: Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ

του Κωνσταντίνου Π. Καράμπελα-Σγούρδα

Η Bachauer άφησε την τελευταία της πνοή την Κυριακή 22 Αυγούστου 1976 στη γενέτειρά της, την Ελλάδα, που τόσο αγάπησε και στην οποία επέστρεφε κάθε φορά με ανανεωμένο ενθουσιασμό. Αυτή τη φορά είχε μόλις ολοκληρώσει μια περιοδεία στο Μεξικό,1 στην οποία είχε συμπράξει με την Ορχήστρα Philharmonia του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του Eduardo Mata. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 13 Αυγούστου, είχε δώσει συναυλία στο Τέξας με την Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας, κατά την οποία είχε ερμηνεύσει το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε σι ύφεση μείζονα, Op. 83, του Johannes Brahms. Αυτό έμελλε να είναι και το τελευταίο της κοντσέρτο. Η πάρτα του έργου αυτού βρέθηκε μετά το θάνατό της πάνω στο πιάνο της στο σπίτι της στο Χαλάνδρι.

Στις 22 Αυγούστου 1976 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού επρόκειτο να συμπράξει με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσιγκτον υπό τη διεύθυνση του τότε καλλιτεχνικού διευθυντή της ορχήστρας αρχιμουσικού Antal Dorati. Την ακριβώς προηγούμενη βραδιά είχε παρακολουθήσει την πρώτη συναυλία της ορχήστρας, που δόθηκε στον ίδιο χώρο, υπό καταιγίδα. Στις 22 Αυγούστου επρόκειτο να ερμηνεύσει το Κοντσέρτο αρ. 3 για πιάνο και ορχήστρα σε ντο ελάσσονα, Op. 37, του Ludwig van Beethoven, το οποίο είχε επανειλημμένως παίξει κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της. Το πρωί της 22ας πραγματοποίησε δοκιμή με την ορχήστρα. Όσοι άκουσαν την ύστατη αυτή ερμηνεία της ομολογούν πως δεν θα την ξεχάσουν ποτέ. Η Bachauer έδωσε όλο της τον εαυτό σε αυτή την εκτέλεση αγγίζοντας υψηλότατες ερμηνευτικές κορυφές, σαν να προαισθανόταν ότι το τέλος πλησίαζε. Στις 4.30 το απόγευμα και ενώ είχε επιστρέψει στο σπίτι της στο Χαλάνδρι, αισθάνθηκε μια ξαφνική αδιαθεσία. Κλήθηκε ένας γείτονας γιατρός, ο οποίος της χορήγησε ηρεμιστικά προκειμένου να μπορέσει να κοιμηθεί ευκολότερα. Δύο ώρες αργότερα ο σύζυγός της Alec Sherman, στην προσπάθειά του να την ξυπνήσει, αντιλήφθηκε ότι εκείνη έσβηνε. Ζητήθηκε εκ νέου ιατρική βοήθεια, χωρίς ωστόσο να αποφευχθεί το μοιραίο. Στις 7.30  περίπου το βράδυ η Bachauer εξέπνευσε. Ο Sherman ήταν στο πλάι της.

Εν τω μεταξύ το κοινό, που δεν είχε πληροφορηθεί το τραγικό συμβάν, είχε κατακλύσει το Ηρώδειο περιμένοντας να δει τη λατρευτή του Gina να ανεβαίνει στη σκηνή. Πριν από την έναρξη του πρώτου μέρους της συναυλίας ο Dorati ανακοίνωσε ότι λόγω αδιαθεσίας η πιανίστα δεν θα εμφανιζόταν εκείνο το βράδυ. Πολλοί φίλοι και θαυμαστές της υπέθεσαν ότι η αδιαθεσία είχε προέλθει από κάποιο κρυολόγημα λόγω της παρατεταμένης παραμονής της στο Ηρώδειο υπό βροχή, το βράδυ της προηγουμένης. Κάποιοι ωστόσο από τους συγγενείς και στενούς φίλους της ανησύχησαν, διότι γνώριζαν ότι δεν θα ακύρωνε συναυλία της παρά μόνο για σοβαρό λόγο. Ο μαέστρος ευχήθηκε ταχεία ανάρρωση- το κοινό στο σημείο αυτό ξέσπασε σε δυνατό χειροκρότημα- και ανακοίνωσε το νέο περιεχόμενο του προγράμματος, που είχε ως εξής: στο πρώτο μέρος της συναυλίας αντί του προγραμματισμένου κοντσέρτου του Beethoven θα ακουγόταν η Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, Op. 55, η επονομαζόμενη Ηρωική, ενώ στο δεύτερο μέρος η Συμφωνία αρ. 7 σε λα μείζονα, Op. 92  και οι δύο συμφωνίες του Beethoven. Τελικά έπαιξαν πλήρη την Ηρωική, ενώ από την Εβδόμη μόνο το μελαγχολικό δεύτερο μέρος, το Allegretto, αφού λίγο μετά το διάλειμμα γνωστοποιήθηκε επίσημα ο θάνατός της από τον τότε πρόεδρο του ΕΟΤ, Γεώργιο Δασκαλάκη. Με την αναγγελία του θανάτου της Bachauer το Ηρώδειο πλημμύρισε με συναισθήματα ειλικρινούς λύπης και αντιβούισε από βαθείς αναστεναγμούς. Τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη της και αμέσως μετά την ακρόαση του Allegretto της Εβδόμης το κοινό εγκατέλειψε αποσβολωμένο το Ηρώδειο. Ορισμένοι συγγενείς και στενοί της φίλοι έτρεξαν συντετριμμένοι στο σπίτι της στο Χαλάνδρι.

Η κηδεία της Bachauer πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη το απόγευμα της επομένης στις πέντε, από τον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου επί της οδού Πανεπιστημίου. Πλήθος προσωπικοτήτων και μεγάλος αριθμός θαυμαστών της παρέστησαν στο ναό, για να της απευθύνουν το ύστατο χαίρε. Ανάμεσα στα στεφάνια που εστάλησαν από πολλά μέρη του κόσμου βρίσκονταν εκείνα των μεγάλων ομοτέχνων της, Vladimir Horowitz και Isaac Stern, δύο μουσικών που την εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Ο ενταφιασμός της σορού της έγινε στο Νεκροταφείο Χαλανδρίου.

Η Bachauer είδε για πρώτη φορά το φως της ημέρας στην Αθήνα το 1913. Ο πατέρας της Johann (Ιωάννης) Bachauer (αυστριακής καταγωγής) είχε γεννηθεί στην Ελλάδα• η δε μητέρα της Ersilia (το γένος Marostica) ήταν Ιταλίδα. Οι γονείς της ήταν φιλόμουσοι. Κανείς όμως στην οικογένεια δεν είχε ασχοληθεί ποτέ επαγγελματικά με τη μουσική.

Όταν ήταν ακόμη παιδί, πέντε περίπου ετών, η Gina παρευρέθη σε ένα ρεσιτάλ του διάσημου πιανίστα Emil von Sauer στην Αθήνα. Εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό που, αφ’ ης ημέρας τον άκουσε, ζητούσε επίμονα από τον πατέρα της να λάβει μαθήματα πιάνου.

Διδάχθηκε αρχικά από την Αριάδνη Καζάζη. Στη συνέχεια μελέτησε για δύο χρόνια πλάι στον διακεκριμένο παιδαγωγό Ludwig Wassenhoven και μετά το θάνατο του τελευταίου η Bachauer σε ηλικία έντεκα ετών έγινε δεκτή στην τάξη του Πολωνού πιανίστα Woldemar Freeman. Ο Freeman υπήρξε ο σημαντικότερος δάσκαλός της όπως η ίδια υποστήριζε συχνά. Το 1929, αφού κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο του Ωδείου Αθηνών, έφυγε για το Παρίσι, όπου για τρία χρόνια μελέτησε κοντά στον διάσημο Alfred Cortot στην École Normale του Παρισιού.

Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην École Normale, ο Freeman, φροντίζοντας για το μέλλον της, την προέτρεψε να συναντήσει τον παλαιό του φίλο Sergei Rachmaninov, εφοδιάζοντάς τη μάλιστα με μια συστατική επιστολή. Η νεαρή πιανίστα συνάντησε τον τελευταίο στο Λονδίνο και εκείνος, ενθουσιασμένος μετά την ανάγνωση της επιστολής, δέχθηκε να ακούσει την Bachauer. Μολονότι εντυπωσιάστηκε από τη δεξιότητά της, της ανέφερε ότι οι πολλές υποχρεώσεις και τα ταξίδια του δεν του επέτρεπαν να διαθέτει χρόνο στη διδασκαλία. Όταν όμως η Bachauer υποσχέθηκε να τον ακολουθεί, όποτε χρειαζόταν, εκείνος τελικά τη δέχθηκε ως μαθήτριά του. Η εμπειρία των μαθημάτων με τον Rachmaninov, τα οποία τωόντι πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα μέρη του κόσμου, ήταν πολύτιμη για εκείνη. Αργότερα μάλιστα μιλούσε συχνά για τις συναντήσεις της μαζί του και μετέφερε ορισμένες από τις αρχές διδασκαλίας του στους δικούς της μαθητές.

Το 1933 κέρδισε το πρώτο βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου της Βιέννης και δύο χρόνια αργότερα, το 1935, εμφανίστηκε δίπλα στον αρχιμουσικό Δημήτρη Μητρόπουλο στην Αθήνα. Στη συνέχεια πραγματοποίησε την πρώτη της περιοδεία στην Ευρώπη, κατά την οποία προκάλεσε άριστη εντύπωση. Έτσι ξεκίνησε η διεθνής σταδιοδρομία της.

Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1930 επισκέπτεται την Αίγυπτο, όπου και γνωρίζεται με τον επιχειρηματία Ιωάννη Χριστοδούλου, τον οποίο παντρεύεται το 1937. Αποφασίζει να μείνει μαζί του μόνιμα στην Αλεξάνδρεια. Ο Χριστοδούλου -προσωπικότητα καλλιεργημένη-συμβάλλει αποφασιστικά την εποχή εκείνη στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων της. Δίπλα του η Bachauer ζει δεκατρία ευτυχισμένα χρόνια. Κατά την περίοδο της διαμονής της στην Αίγυπτο συναντά πολλούς διάσημους μουσικούς, λογοτέχνες, ηθοποιούς και επιχειρηματίες που επισκέπτονταν τη χώρα. Εκεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ασχολείται με τη διδασκαλία. Δίνει επίσης πάνω από πεντακόσια ρεσιτάλ και συναυλίες υπέρ του στρατού.

Το 1945 επανακάμπτει στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα, μετά τη διακοπή των εμφανίσεών της εξαιτίας του Πολέμου. Επισκέπτεται τη Μεγάλη Βρετανία, όπου και πραγματοποιεί σειρά ρεσιτάλ και συναυλιών στο Λονδίνο και το Εδιμβούργο. Στις 21 Ιανουαρίου 1946 δίνει μια μεγάλη συναυλία υπέρ φιλανθρωπικού σκοπού στο Royal Albert Hall του Λονδίνου παίζοντας το Κοντσέρτο σε λα ελάσσονα, Op. 16, του Edvard Grieg. Σε αυτή τη συναυλία τη συνοδεύει η Νέα Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τον Βρετανό αρχιμουσικό και βιολονίστα Alec Sherman. Οι κριτικές που λαμβάνει η πιανίστα είναι ενθουσιώδεις. Τον επόμενο μήνα δίνει ένα ρεσιτάλ στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου στο πλαίσιο των φιλανθρωπικών εκδηλώσεων που διοργάνωνε η Βρετανίδα πιανίστα Dame Myra Hess.  Τον Μάρτιο του ίδιου έτους εμφανίζεται και πάλι με τη Νέα Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου υπό τον Sherman και ερμηνεύει το Κοντσέρτο αρ. 2 σε ντο ελάσσονα του Rachmaninov. Κατά τα επόμενα χρόνια δίνουν με τον Sherman πολλές συναυλίες στο Λονδίνο, αλλά και ανά τον κόσμο• ως εκ τούτου κατά διαστήματα βρίσκεται μακριά από τον αγαπημένο της σύζυγο, ο οποίος ζει μόνιμα στην Αίγυπτο. Το 1948 κατόπιν αποκλειστικού συμβολαίου με την HMV ξεκινά τη δισκογραφική της καριέρα.

Τον Απρίλιο του 1950 και ενώ η Bachauer βρίσκεται στο Λονδίνο, ο σύζυγός της Χριστοδούλου πεθαίνει αιφνιδίως. Οι στιγμές επαγγελματικής επιτυχίας διαδέχονται σταδιακά τις ημέρες θλίψης. Το 1950 εμφανίζεται στη Νέα Υόρκη• είναι η πρώτη της εμφάνιση στην Αμερική. Το αμερικανικό κοινό εκτιμά τις ικανότητές της, τον λυρισμό και τη δεξιοτεχνία της. Στη συνέχεια περιοδεύει σε πολλές Πολιτείες της Αμερικής.

Στις 2 Μαΐου 1951 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Αμερική με ορχήστρα και δη με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης υπό τον Μητρόπουλο, στο Carnegie Hall. Στις 21 Νοεμβρίου του ίδιου έτους παντρεύεται τον Sherman. Ο Sherman αποδεικνύεται καλός σύντροφος και ιδανικός σύμβουλος σε θέματα που αφορούν στον προγραμματισμό των εμφανίσεων και των περιοδειών της. Εκείνος σταδιακά εγκαταλείπει το πόντιουμ προκειμένου να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη σταδιοδρομία της συζύγου του, η οποία κατά τις επόμενες δεκαετίες βρίσκεται στο απόγειο της δόξας της. Από κάθε μέρος του κόσμου φθάνουν προτάσεις για ρεσιτάλ και εμφανίσεις με τις σπουδαιότερες ορχήστρες και τους διασημότερους αρχιμουσικούς. Εκτός από τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης υπό τον Μητρόπουλο αξίζει να αναφέρουμε ότι συνέπραξε με διάφορες ορχήστρες: την Ορχήστρα Hallé υπό τον Sir John Barbirolli και τον George Weldon, τη Φιλαρμονική του Ρόττερνταμ υπό τον Mario Rossi, τη Φιλαρμονική του Ισραήλ υπό τον Gary Bertini, την Ορχήστρα του Φεστιβάλ του Μπαθ υπό τον Collin Davis, τη Βασιλική Φιλαρμονική του BBC υπό τον Malcolm Sargent και τον Basil Cameron, τη Συμφωνική του Μπέρμιγχαμ υπό τον Josef Krips και τον Louis Fremaux, τη Βασιλική Φιλαρμονική του Λονδίνου και πάλι υπό τον Krips, τη Συμφωνική της Μιννεάπολης υπό τον Stanislav Skrowaczewski, τη Philharmonia Hungarica υπό τον Μιλτιάδη Καρύδη, τη Συμφωνική της Ραδιοφωνίας της Φιλανδίας υπό τον Erik Cronwell, την Εθνική Ορχήστρα του Βελγίου υπό τον André Cluytens, τη Συμφωνική του BBC υπό τον Norman del Mar, την Εθνική Ορχήστρα της Σκωτίας υπό τον Leon Lovett, τη Φιλαρμονική του Βερολίνου υπό τον Hiroyuki Iwaki, τη Συμφωνική του Σικάγο υπό τον Sir Georg Solti και τον Seiji Ozawa, τη Συμφωνική του Σινσιννάτι υπό τον Thomas Schippers, τη New Philharmonia Orchestra υπό τον Lorin Maazel, τη Φιλαρμονική της Στοκχόλμης υπό τον Gennadi Rozhdestvensky και τον Herbert Blomstedt, κ.ά.

Το ρεπερτόριο της Bachauer περιελάμβανε μια ευρύτατη κλίμακα έργων συνθετών διαφορετικών εποχών. Με προφανή ευχέρεια κατάφερνε να κινείται από το ένα στυλ στο άλλο. Από την ύστερη εποχή μπαρόκ ερμήνευε συνθέσεις του Johann Sebastian Bach, κυρίως σε μεταγραφές του Busoni (λ.χ. Tocatta, Adagio und Fuge σε ντο μείζονα, BWV 564) και του Karl Tausig (λ.χ. Toccata und Fugue σε ρε ελάσσονα, BWV 565), του Domenico Scarlatti (διάφορες σονάτες) και του Antonio Vivaldi (το Κοντσέρτο σε ρε ελάσσονα, αρχικά γραμμένο για εκκλησιαστικό όργανο, σε μεταγραφή του Stradal). Από την κλασική και την πρώιμη ρομαντική περίοδο έπαιζε συχνά έργα του Franz-Joseph Haydn (κυρίως τη Σονάτα σε μι ελάσσονα, Hob. XVI:34), του Wolfgang Amadeus Mozart (διάφορες σονάτες και κοντσέρτα για πιάνο), του Ludwig van Beethoven (διάφορες σονάτες και κυρίως τα τρία τελευταία κοντσέρτα του για πιάνο: αρ. 3 σε ντο ελάσσονα, Op. 37, αρ. 4 σε σολ μείζονα, Op. 58, και αρ. 5 σε μι ύφεση μείζονα, Op. 73, το επονομαζόμενο Αυτοκρατορικό) και του Franz Schubert (κυρίως τη Σονάτα αρ. 19 σε σι ύφεση μείζονα, D960).

Μπορεί κανείς να υποστηρίξει με βεβαιότητα ότι το ρομαντικό ρεπερτόριο ήταν το προσφορότερο για εκείνη. Ήταν το «δικό της» ρεπερτόριο. Ήταν εκείνο που την άγγιζε περισσότερο, εκείνο που την έκανε παγκοσμίως γνωστή. Το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 σε σι ύφεση μείζονα, Op. 83, του Johannes Brahms, το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1 σε μι ελάσσονα, Op. 11, και το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 σε φα ελάσσονα, Op. 21, του Frédéric Chopin, το Κοντσέρτο για πιάνο σε λα ελάσσονα, Op. 23, του Pyotr Ilyich Tchaikovsky, το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 σε ντο ελάσσονα, Op. 18, και το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 σε ρε ελάσσονα, Op. 30, του Rachmaninov φιλοξενούταν συχνά στα προγράμματά της. Από τις συνθέσεις για σόλο πιάνο της ίδιας περιόδου προτιμούσε τη Σουίτα για πιάνο Παιδικές Σκηνές, Op. 15, του Robert Schumann, τη Σονάτα για πιάνο αρ. 3 σε φα ελάσσονα, Op. 5, του Johannes Brahms, διάφορα κομμάτια του Frédéric Chopin (ποτέ όμως ολοκληρωμένους κύκλους), τη Σονάτα σε σι ελάσσονα του Franz Liszt και τη Σουίτα για πιάνο, Εικόνες από μια έκθεση, του Modest Mussorgsky. Από τις συνθέσεις του 20ού αι. έπαιζε μεταξύ άλλων ορισμένα από τα Πρελούδια του Claude Debussy, τη Σουίτα για πιάνο Gaspard de la Nuit του Maurice Ravel, το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3, σε ντο μείζονα, Op. 26, του Sergei Prokofiev, τα Τρία μέρη από τον Πετρούσκα του Igor Stravinsky, τη Σουίτα, Op. 14, του Béla Bartók, τους Τρεις φανταστικούς χορούς του Dmitri Shostakovich, το Κοντσέρτο για πιάνο του Sir Arthur Bliss, τα Πρελούδια και τους Ελληνικούς χορούς του Μάνου Χατζιδάκι. Τα κοντσέρτα των Prokofiev και Bliss συγκαταλέγονταν μεταξύ εκείνων που ερμήνευσε με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης υπό τον Μητρόπουλο.

Οι αναγνώσεις της Bachauer εμφορούνταν πάντοτε από εξαιρετική πνοή, ενέργεια και αμεσότητα. Είχε την ευχέρεια να εκμαιεύει από το πιάνο μια φωνή ηχηρή, δυνατή, διαυγή και γεμάτη χρώματα.12 Έδινε μεγάλη σημασία στο ύφος και στη δομή των έργων που ερμήνευε. Επιθυμούσε να κάνει το πιάνο της να τραγουδά και επιζητούσε να αποτελέσει μια αδιάσπαστη ενότητα με αυτό. Η τεχνική της ήταν σίγουρη και η δεξιοτεχνία της άνετη και εντυπωσιακή. Κατάφερνε να συνεπαίρνει τον ακροατή με τον ανεπιτήδευτο τρόπο της, τον ευαίσθητο σχηματισμό των μουσικών φράσεων, την ακρίβεια της εκτέλεσης των δεξιοτεχνικών περασμάτων, τις γεμάτες συγχορδίες της και κυρίως με την ασύγκριτη μουσικότητά της.

Ποτέ δεν μελετούσε απευθείας στο πιάνο τα νέα έργα που επρόκειτο να εισάγει στο ρεπερτόριό της. Πολλές ημέρες προτού καν αγγίξει τα πλήκτρα, διάβαζε την πάρτα του κοντσέρτου ή την παρτιτούρα του σόλο έργου και ανέλυε στο νου της το μουσικό υλικό τους. Πλησίαζε το πιάνο μόνο όταν ήταν βέβαιη ότι είχε συλλάβει τα βαθύτερα νοήματα του έργου. Σχεδόν κάθε ημέρα εξασκείτο πολλές ώρες με κλίμακες, αρπίσματα και διάφορες ασκήσεις σε όλες τις τονικότητες και σε διάφορους ρυθμικούς συνδυασμούς από το πασίγνωστο στους σπουδαστές του πιάνου Hanon. Όπως έλεγε, χρειάστηκε πολλή εξάσκηση προκειμένου να «ανοίξουν» τα χέρια της και προκειμένου τα δάχτυλα του κάθε χεριού να φθάσουν σχεδόν το διάστημα της δεκάτης.

Ως το τέλος της ζωής της παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την πορεία που ακολουθούσαν νέοι πιανίστες και δίδασκε, ευκαιρίας δοθείσης, πολλά ταλέντα. Ως μέλος επιτροπής διαγωνισμών, αλλά και ως καθηγήτρια σεμιναρίων η Bachauer έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη προικισμένων μουσικών, που αργότερα θα ακολουθούσαν τα βήματά της. Έχοντας μαθητεύσει κοντά σε σπουδαίους παιδαγωγούς, η Bachauer στόχευε με τη σειρά της να μεταδώσει τις γνώσεις και τις εμπειρίες της στις νεότερες γενεές. Πάντοτε με ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο στα χείλη πρότεινε την άποψή της αναφορικά με τα έργα τα οποία δίδασκε, επιμένοντας με διακριτικότητα ως τη στιγμή που ο σπουδαστής θα τα εκτελούσε σωστά. Σε αντίθεση με πολλούς διάσημους συναδέλφους της, που σπανίως εκτελούν στο πιάνο την ώρα που το διδάσκουν, εκείνη συνήθιζε να παίζει για τον μαθητή τα σημεία που παρουσίαζαν δυσκολία δείχνοντάς του πώς ακριβώς επιθυμούσε να ακουστούν. Στην περίπτωση που επρόκειτο για κοντσέρτο, έπαιζε το μέρος της ορχήστρας για να δώσει έμφαση στο διάλογο πιάνου – ορχήστρας. Συχνά τόνιζε ότι ο Rachmaninov αποκαλούσε τα κοντσέρτα «συμφωνίες με πιάνο» και υποστήριζε ότι ο σολίστ οφείλει να γνωρίζει πέρα από το δικό του μέρος και το μέρος της ορχήστρας.

Η Bachauer αγαπήθηκε από το κοινό όσο λίγοι συνάδελφοί της. Δεν διακρίθηκε μόνο για τη μεγάλη της τέχνη, αλλά και για το ήθος, τη γενναιοδωρία και τον αλτρουισμό της. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής της είχε ορίσει επακριβώς τους στόχους της. Πάλεψε για τα ιδανικά της και εργάστηκε σκληρά προκειμένου να φθάσει στην κορυφή. Σε κάθε εμφάνισή της προσέφερε στο κοινό τον καλύτερο εαυτό της. Ποτέ δεν εφείσθη κόπων, ποτέ δεν θα μπορούσε να μείνει ικανοποιημένη από μέτριες εμφανίσεις. Προσπαθούσε πάντα για το καλύτερο. Πολλές φορές, προκειμένου να είναι συνεπής απέναντι στην τέχνη που με τόση αφοσίωση υπηρετούσε, παραμελούσε ακόμη και την υγεία της, κάτι που εξάλλου συνετέλεσε στην επίσπευση του θανάτου της. Αγάπησε την Ελλάδα όσο καμία άλλη χώρα και οραματίστηκε ένα καλύτερο μουσικό μέλλον για τη γενέτειρά της.

Θα τη θυμόμαστε πάντα ως μια μοναδική καλλιτέχνιδα, που προσέφερε απλόχερα στη μουσική το ανεκτίμητο ταλέντο της με τρόπο υποδειγματικό και ανεπανάληπτο.

Η MANONA FREEMAN ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ WOLDEMAR FREEMAN,  ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ GINA BACHAUER.

Όταν η Τέχνη σε συνδέει, είναι τέτοιο το βάθος του συναισθήματος  που σε κάνει να αποστασιοποιείσαι από τις απλές και καθημερινές σχέσεις ακόμα και αν αυτές είναι σχέσεις κόρης και πατέρα. Για αυτόν τον λόγο θεωρώ πως η σημερινή μου παρουσία στην αποψινή εκδήλωση, που πραγματοποιείται με την ευκαιρία του εορτασμού της συμπλήρωσης τριάντα χρόνων από την ίδρυση του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, είναι για να τιμηθεί ο Δάσκαλος και Πιανίστας Woldemar Freeman (1895-1944).

Ο  Freeman ήταν ένας αναγνωρισμένος πιανίστας ήδη από τα είκοσι  χρόνια του. Με τα πρώτα γεγονότα που ακολούθησαν τη Ρωσική Επανάσταση, εγκαταλείπει το Rostov και πηγαίνει στη Κωνσταντινούπολη. Αυτό που ίσως δεν γνώριζε ήταν πως θα έβλεπε για τελευταία φορά την πατρίδα του, το μέρος όπου γαλουχήθηκε μουσικά και πνευματικά αποκτώντας ιδιαίτερη φήμη. Θα ήθελα να παραθέσω μια κριτική της εποχής που τονίζει τη μουσική του αξία. Η κριτική δημοσιεύθηκε ύστερα από ένα ρεσιτάλ που έδωσε σε ηλικία δεκαοκτώ με είκοσι χρονών: «Για να ερμηνεύσει κανείς Chopin πρέπει να αφιερώσει ολόκληρο τον εαυτό του στη μουσική αυτού του συνθέτη. Δεν φθάνει μόνο το ταλέντο, αλλά χρειάζεται και η ιδιαίτερη εκείνη ικανότητα που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να διεισδύσει ολοκληρωτικά στα μυστικά των έργων του. Ο βαθύς στοχασμός και η λεπτή κομψότητα στη λεπτομέρεια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που συνθέτουν το παίξιμο αυτού του πολλά υποσχόμενου νέου πιανίστα».

Συνεχίζοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στο γεγονός της άφιξης του Freeman στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα. Η παρουσία του στη χώρα μας οφείλεται στον τότε διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γεώργιο Νάζο. Αξίζει αυτή η αναφορά, μιας και οι μεταγενέστεροι οφείλουμε να θυμόμαστε και να αναγνωρίζουμε τα πρόσωπα εκείνα, από τα οποία εξαρτήθηκε η προβολή και η εξέλιξη των ταλέντων εκείνης της εποχής.

Την περίοδο εκείνη τα ρεσιτάλ των καθηγητών και  των νέων προικισμένων μαθητών αποτελούσαν τακτικά γεγονότα  της Αθήνας. Στο αρχείο του Ωδείου Αθηνών έχει διατηρηθεί  ένα αξιόλογο έντυπο υλικό (προγράμματα, δημοσιεύματα κ.λ.π.). Επί εποχής Νάζου παρήλασαν πολλοί σπουδαίοι ξένοι πιανίστες και δάσκαλοι μεταξύ των οποίων αναφέρω τους Ludwig Wassenhoven, Ignace Hilsberg και Freeman. Οι προαναφερθέντες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πιάνου στην Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και  διακεκριμένοι Έλληνες πιανίστες και καθηγητές, όπως οι Αντώνιος Σκόκος, Μιχαήλ Βελούδιος και Δημήτριος Μαρής, στους οποίους αναλογεί επίσης ένα μεγάλο μέρος της ανοδικής πορείας του οργάνου στον τόπο μας κατά τα επόμενα χρόνια.

Ο Νάζος γνώρισε τον Freeman συμπτωματικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο τελευταίος είχε πάει για να πραγματοποιήσει  ρεσιτάλ. Το ενδιαφέρον πρόγραμμα και βεβαίως η επιτυχής εκτέλεσή του ήταν εκείνα που ώθησαν τον Νάζο να προσκαλέσει τον Freeman στην Αθήνα για εμφάνιση. Το Ελληνικό κοινό τον υποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Στη συνέχεια, τα ρεσιτάλ και τα κοντσέρτα που έδινε εδώ, αποτελούσαν πόλο έλξης για το φιλόμουσο κοινό. Στη χώρα μας εκτιμήθηκε τόσο ως σολίστ όσο και ως δάσκαλος. Ανέδειξε πάρα πολλά ταλέντα ανάμεσα στα οποία υπήρξαν οι Gina Bachauer, Αχιλλέας  Κολάσης, Ζουζού Νικολούδη, Μαρίκα Καραμάνου και Γίτσα Σαλβάνου.

Ο Freeman είχε την ευτυχία να χαρεί τους καρπούς των κόπων του. Αναλαμβάνοντας την Gina μικρό κοριτσάκι κατάλαβε ότι είχε στα χέρια του ένα χαρισματικό παιδί (το οποίο του παρέδωσε μια καταπληκτική καθηγήτρια, η Αριάδνη Καζάζη). Θυμάμαι πάντα τις ωραίες δεξιώσεις-μαθητικές συναυλίες που διοργάνωνε με αφορμή την εκτέλεση κλασικών έργων από μικρούς ταλαντούχους μαθητές, δίνοντας τα ανάλογα βραβεία. Η Gina αναδείχθηκε πολύ γρήγορα. Δεκαέξι ετών διέθετε ήδη ένα ώριμο ταλέντο. Παρακολουθούσαμε την εξέλιξή της ανελλιπώς από τις μουσικές εκδηλώσεις στις οποίες έπαιρνε μέρος.

Είναι πολύ λίγα τα μέρη του κόσμου που δεν γνωρίζουν με λεπτομέρειες ό, τι αφορά στην Bachauer. Εκείνο όμως που αισθάνομαι την ανάγκη να υπογραμμίσω, είναι τα χαρίσματα της προσωπικότητας και του χαρακτήρα της. Αναζητούσε στην εκτέλεσή της το τέλειο και πετύχαινε να αποδώσει την απόχρωση του χαρακτήρα   κάθε έργου που ερμήνευε. Αντιμετώπιζε και προετοίμαζε με ιδιαίτερα σοβαρό και υπεύθυνο τρόπο τα προγράμματα των εμφανίσεών της. Όταν την ρωτούσαν σχετικά με τα Κοντσέρτα που γνώριζε καλά, αλλά τα οποία έπρεπε να ξαναπαίξει μετά από καιρό, εκείνη απαντούσε: «μελετώ ένα έργο, το ερευνώ σαν να  ήταν η πρώτη φορά. Το ενδιαφέρον είναι έντονο, ανακαλύπτω λεπτομέρειες που ανανεώνουν την ευαισθησία, αλλά και τρόπους μελέτης μέσω των οποίων το έργο γίνεται ακόμη πιο πολύ δικό μου».

Ο χρόνος δεν αλλοιώνει ποτέ τέτοιες αναμνήσεις.  Οφείλουμε να τις τιμούμε και να θυμόμαστε αυτές τις στιγμές.